χερνίπτω

χερνίπτω
Α
βλ. χερνίπτομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χέρνιμμα — τὸ, Α [χερνίπτω, ομαι] η νίψη τών χεριών για καθαρμό …   Dictionary of Greek

  • χερνίπτομαι — και ενεργ. τ. χερνίπτω Α 1. νίπτω, πλένω τα χέρια μου με ιερό νερό πριν από θυσία («εἰσῆλθεν εἰς τὸ Ἐλευσίνιον, ἐχερνίψατο ἐκ τῆς ἱερᾱς χέρνιβος», Λυσ.) 2. ραντίζω με ιερό νερό, εξαγνίζω 3. (το ενεργ.) θυσιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος τ. ο οποίος έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”